Κοννεκτιβισμός: η σύγχρονη θεωρία μάθησης



Οι μαθητές σήμερα ενεργούν και μαθαίνουν με τρόπους που απέχουν πολύ από τα παραδοσιακά μοντέλα μάθησης, κυρίως λόγω των εντυπωσιακών μεταβολών στο πεδίο της επικοινωνίας. Στον σημερινό υπερεπικοινωνιακό κόσμο η γνώση δεν εδρεύει σε μία τοποθεσία ούτε είναι προσβάσιμη μονάχα μέσω ενός επίσημου θεσμού. Αναδύεται στην τομή των πληροφοριών που διακινούν διάφορα άτομα διερευνώντας κάποιο θέμα που τους ενδιαφέρει και στην αλληλεπίδραση που έχουν μεταξύ τους. Η μάθηση δηλαδή εξατομικεύεται και συμβαίνει με διάφορους τρόπους σε διάφορα πλαίσια. Για τον George Siemens –εκ των θεμελιωτών, μαζί με τον Stephen Downes, της κοννεκτιβιστικής θεωρίας– προϋπόθεση για να μάθει κανείς στη σύγχρονη εποχή είναι η ικανότητα να συνδέει πηγές προκειμένου να δημιουργεί χρήσιμα μοτίβα πληροφοριών. Όσα γνωρίζουμε, τονίζει, είναι ενσωματωμένα στα δίκτυα των διασυνδέσεων με άλλους ανθρώπους ή πηγές. Αυτή η προσέγγιση είναι γνωστή ως κοννεκτιβισμός.

Η παιδαγωγική του κοννεκτιβισμού (connectivist pedagogy) αποτελεί ένα θεωρητικό πλαίσιο για κατανόηση της μάθησης όπως διαμορφώνεται στο σύγχρονο υπερεπικοινωνιακό περιβάλλον. Το επιστημολογικό της πλαίσιο εμπεριέχει την έννοια της αναδυόμενης, διασυνδεδεμένης και εξατομικευμένης μάθησης. Στην εποχή της κοινωνίας των δικτύων η γνώση διαμοιράζεται και η μάθηση αναπότρεπτα μετασχηματίζεται. Η γνώση φαίνεται να μην είναι τόσο το αποτέλεσμα της τυπικής σχολικής διδασκαλίας όσο διαδικασιών που συντελούνται σε άτυπα πλαίσια και έχουν νόημα για τους συμμετέχοντες. Συνακόλουθα, ο κοννεκτιβισμός προσεγγίζει τη μάθηση σαν μια αδιάκοπη διαδικασία δικτύωσης και νοηματοδότησης.

Στον πυρήνα της θεωρίας του κοννεκτιβισμού ευρίσκεται η αντίληψη της γνώσης ως κατανεμημένης σε ένα δίκτυο συνδέσμων και της μάθησης ως της ικανότητας κατασκευής και διάσχισης των δικτύων. Το δίκτυο σχηματίζεται από δύο ή και περισσότερους κόμβους με σκοπό τον διαμοιρασμό πληροφοριών. Οι κόμβοι αποτελούν πηγές πληροφόρησης και μπορούν να είναι οτιδήποτε εμπεριέχει και ενισχύει τη ροή της γνώσης (ιδέες, εμπειρίες, κοινότητες, άνθρωποι, βιβλιοθήκες, ΜΜΕ κ.ά.). Οι συνδέσεις αφορούν τους τρόπους που ενώνει κανείς τους κόμβους.

Οι μαθητές, εν προκειμένω, ενθαρρύνονται να δημιουργούν τα δικά τους δίκτυα μάθησης εντοπίζοντας τους κόμβους που τους αφορούν και τις συνδέσεις που θα ακολουθήσουν. Η διαδρομή δηλαδή προς την ανακάλυψη της γνώσης δεν είναι ίδια για όλους και δεν περιορίζεται μέσα στην τάξη. Μια μαθησιακή κοινότητα αποτελεί μονάχα έναν κόμβο ενός μεγαλύτερου δικτύου. Η γνώση δεν αποκτάται ωσάν να είναι προϊόν. Ενυπάρχει κατανεμημένη και διασυνδεδεμένη στο πλήθος των κόμβων, ενώ οι μαθητές καλούνται να σχεδιάσουν την πορεία που θα ακολουθήσουν για να την ανακαλύψουν μέσω ενός πρωτοφανούς πληροφοριακού συμφύρματος. Η ικανότητα της σύνδεσης διαφόρων πηγών πληροφόρησης και επομένως της δημιουργίας χρήσιμων πληροφοριακών μοτίβων είναι απαραίτητη για τη μάθηση στη σύγχρονη οικονομία της γνώσης.

Η γνώση, λοιπόν, δεν είναι κάτι που συσκευάζεται περιποιημένα σε ένα κείμενο και μεταβιβάζεται για κατανάλωση ως έχει. Είναι περίπλοκη, αναμεμειγμένη, διαμοιρασμένη ανάμεσα σε δίκτυα ανθρώπων και σε συσκευές. Πρόκειται για ένα φαινόμενο διασυνδέσεων που προκύπτει από τις πράξεις και εμπειρίες μέσα στις διάφορες κοινότητες. Ο σχηματισμός δικτύων –συνδέσεων δηλαδή μεταξύ κόμβων πληροφόρησης– συνιστά τη γνώση, ενώ η μάθηση είναι η ικανότητα κατασκευής και διάσχισης των δικτύων. Συνεπώς, δεν αφορά την κατάκτηση πλήθους δεδομένων ή δηλώσεων, αλλά την καλλιέργεια και την ανάπτυξη. Το αποτέλεσμα, επομένως, της μάθησης είναι ο μαθητής –ως μια διά βίου στάση– και όχι κάποιο συγκεκριμένο σώμα γνώσεων. Η κοννεκτιβιστική παιδαγωγική θέτει στο επίκεντρο το πρόσωπο κάθε μαθητή παρά τις ανάγκες του επίσημου σχολικού θεσμού. Εξ αυτού, αναμένει από τους μαθητευομένους να είναι ενεργητικοί και αυτόβουλοι κοινωνικοί δρώντες, ώστε να μπορέσουν να διαχειριστούν το πολύπλοκο και ραγδαία μεταβαλλόμενο περιβάλλον και να αντεπεξέλθουν επιτυχώς στο χάος που ο μεσοποιημένος πολιτισμός δημιουργεί.

Η μαθησιακή διαδικασία είναι μια συνομιλία μεταξύ του μαθητευόμενου και άλλων μελών της ευρύτερης κοινότητας. Συνεπώς, τα μαθησιακά περιβάλλοντα στον κοννεκτιβισμό είναι διευρυμένα και αναγκαστικά διεπιστημονικά. Δεν σχεδιάζονται για να διδάξουν ένα συγκεκριμένο απομονωμένο και αποπλαισιωμένο θέμα, αλλά, αντιθέτως, προσομοιώνουν πολυσχιδείς καταστάσεις της καθημερινής ζωής. Την ίδια στιγμή, οι μαθητευόμενοι διερευνούν και δημιουργούν σύμφωνα με τα δικά τους ενδιαφέροντα, αλληλεπιδρώντας πάντοτε με την κοινότητα. Στην πράξη φτιάχνουν τον προσωπικό τους μαθησιακό χάρτη. Έτσι, η διαχείριση της μαθησιακής διαδικασίας μετακινείται από τις φορμαλιστικές μεθόδους του σχολικού θεσμού προς τον ίδιο τον μαθητή, ο οποίος αποτελεί την αφετηρία και τον σκοπό της κοννεκτιβιστικής προσέγγισης.

Η διδασκαλία, σύμφωνα με την κοννεκτιβιστική έποψη, εδράζεται σε τέσσερις πυλώνες. Πρώτον, στη συσσωμάτωση πληροφοριών και πηγών σχετικά με το υπό μελέτη θέμα. Κάθε μαθητευόμενος μπορεί να συμβάλει βάσει των ενδιαφερόντων του και χωρίς περιορισμούς στην «τράπεζα υλικού». Κατόπιν, επιχειρείται η ανάμειξη, ο εντοπισμός δηλαδή διασυνδέσεων στις συγκεντρωθείσες πληροφορίες. Αυτό που επιχειρείται είναι το συνταίριασμα των πληροφοριών και η κατηγοριοποίηση του υλικού. Το τρίτο στάδιο είναι και το πλέον απαιτητικό. Σ’ αυτό ζητείται η ενεργή συμμετοχή όλων των δρώντων της μαθησιακής διαδικασίας. Το επιδιωκόμενο δεν είναι η δημιουργία κάτι καινούριου –άλλωστε τίποτε δεν δημιουργείται εκ παρθενογονίας– αλλά η αναπλαισίωση του υφιστάμενου υλικού για νέες ανάγκες. Στο επόμενο στάδιο, τα αποτελέσματα διαμοιράζονται στο ευρύ κοινό. Είναι απαραίτητο οι μαθησιακές κοινότητες να είναι εξωστρεφείς, να διαχέουν τα έργα τους και να υποδέχονται την ανατροφοδότηση από αυθεντικά ακροατήρια. Με βάση τα παραπάνω διαλαμβανόμενα, ο ρόλος του εκπαιδευτικού αναπότρεπτα επανακαθορίζεται. Από κάτοχος προκατασκευασμένης γνώσης γίνεται ένας «αδαής» που διευκολύνει τη διαδικασία. Αναλαμβάνει τον ρόλο του επιμελητή της γνώσης, επικουρώντας τους μαθητές του να αναπτύξουν μεταγνωστικές δεξιότητες αυτορρύθμισης, δημιουργίας διασυνδέσεων και αξιολόγησης πληροφοριών.

Οι εκπαιδευτικοί εκ των πραγμάτων είναι αναγκασμένοι να υιοθετήσουν μια ευρύτερη προσέγγιση σκεπτόμενοι τις δυνατότητες που υποστηρίζουν τα νέα Μέσα επικοινωνίας, καθώς και τις επιδράσεις που επιφέρουν σε κάθε σφαίρα της ζωής –δημόσια και ιδιωτική. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η γνώση δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως αυτόνομο προϊόν. Στον διασυνδεδεμένο κόσμο της συλλογικής νοημοσύνης η γνώση παραμένει πάντα υπό διεργασία και διαπραγμάτευση. Δεν πρόκειται για τελικό προορισμό, αλλά για μια συνεχή και δυναμική δραστηριότητα. Κατά συνέπεια, είναι επιτακτική η ανάγκη το σχολείο να επικαιροποιήσει το μαθησιακό του περιβάλλον λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες και τις πραγματικότητες της εκάστοτε εποχής. Να οδηγηθεί από την επίσημη, τυπική, αυστηρά οριοθετημένη εκπαίδευση, στη δημιουργία περιβαλλόντων άτυπης, διασυνδεδεμένης, δικτυωμένης μάθησης. Για να συμβεί αυτό χρειάζεται πρώτα να γίνει αποδεκτό το γεγονός ότι υπάρχει πλούτος γνώσεων και έξω από το σχολείο και ότι ο ρόλος του σημερινού μαθητή δεν είναι να απομνημονεύει τα πάντα, αλλά να έχει την ικανότητα να βρίσκει και να εφαρμόζει τις γνώσεις όταν και όπου αυτό είναι αναγκαίο.

Digi-digi template

Back to TOP